ψυχοπαιδαγωγικός

ψυχοπαιδαγωγικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχολογία και στην παιδαγωγική συνάμα.
2. το θηλ. ως ουσ., ψυχοπαιδαγωγική η ψυχολογία του παιδιού εφαρμοσμένη στην παιδαγωγική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψυχοπαιδαγωγικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχολογία και στην παιδαγωγική συγχρόνως 2. το θηλ. ως ουσ. η ψυχοπαιδαγωγική παιδαγωγική που έχει ως βάση την επιστημονική ψυχολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + παιδαγωγικός. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”